Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βγάζω λεφτά

  • 1 зарабатывать

    зарабатывать, заработать κερδίζω, βγάζω λεφτά
    * * *
    = заработать
    κερδίζω, βγάζω λεφτά

    Русско-греческий словарь > зарабатывать

  • 2 зарабатывать

    зарабатывать
    несов βγάζω λεφτά, κερδίζω:
    \зарабатывать себе на жизнь βγάζω (или κερδίζω) τό ψωμί μου.

    Русско-новогреческий словарь > зарабатывать

  • 3 подрабатывать

    подрабатывать
    несов, подработать сов
    1. (зарабатывать дополнительно) κερδίζω συμπληρωματικά, βγάζω λεφτά·
    2. (дорабатывать) ἐπεξεργάζομαι:
    \подрабатывать проект ἐπεξεργάζομαι σχέδιο.

    Русско-новогреческий словарь > подрабатывать

  • 4 lose/make money

    (to make a loss or a profit: This film is making a lot of money in America.) χάνω,βγάζω λεφτά

    English-Greek dictionary > lose/make money

  • 5 гнать

    гоню, гонишь, παρλθ. χρ. гнал, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. гонящий, παθ. μτχ. ενεστ. гонимый, βρ: -ним, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. οδηγώ, βγάζω κοπάδι στη βοσκή, σκαρίζω. || στέλλω, κατευθύνω.
    2. παροτρύνω, προτρέπω• βιάζω, επισπεύδω. || οδηγώ με μεγάλη ταχύτητα (αυτοκίνητο κ.τ.τ.).
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.) κυνηγώ, καταδιώκω.
    4. διώχνω, απελαύνω.
    5. αποστάζω, βγάζω οινόπνευμα.
    6. (χυδ.) δίνω•

    гони деньги βγάλε λεφτά, κατέβαινε.

    εκφρ.
    гнать в шею ή взашей – (απλ.) πιάνω από το λαιμό (το γιακά) και διώχνω.
    1. κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω κατά πόδι, στο κοντό.
    2. επιδιώκω, επιζητώ•

    гнать за прибылью κυνηγώ το κέρδος•

    гнать за славой κυνηγώ τη δόξα.

    Большой русско-греческий словарь > гнать

  • 6 загребать

    ρ.δ.
    1. μ. μαζεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω•

    загребать деньги μαζεύω σωρό τα χρήματα•

    чужими руками жар загребать (μτφ.) βάζω άλλον να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.

    || μτφ. κερδίζω, βγάζω•

    он много денег -ет αυτός βγάζει πολλά λεφτά.

    2. τραβώ κουπί, κωπηλατώ•

    -вправо κωπηλατώ δεξιά.

    μαζεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > загребать

См. также в других словарях:

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • εκμεταλλεύομαι — εκμεταλλεύτηκα 1. βγάζω μεταλλεύματα ή ορυκτά από το υπέδαφος: Η εταιρεία εκμεταλλεύεται τα ορυχεία της περιοχής. 2. μτφ., χρησιμοποιώ πλουτοφόρες πηγές, για να αντλήσω από αυτές κέρδη: Το κράτος εκμεταλλεύεται το μονοπώλιο σπίρτων. 3. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»